ευρυστομία

ευρυστομία
η (Μ εὐρυστομία) [ευρύστομος]
το να έχει κάποιος ευρύ στόμα, η πλατυστομία
μσν.
1. το να προφέρει κάποιος τις λέξεις με στόμφο, με επιτηδευμένη μεγαλοπρέπεια
2. πομπώδης γλώσσα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εὐρυστομίαν — εὐρυστομίᾱν , εὐρυστομία broadness of pronunciation fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”